Ο επαγγελματίας που ασχολείται με το αμπαλάζ (συσκευασία) προϊόντων, εμπορευμάτων ή αντικειμένων. Εργάζεται σε μεταφορικές εταιρίες, στην παρασκευή τροφίμων κ.α.

Παράδειγμα εδώ Πριν φέρουμε το φορτηγό για τη μετακόμιση, θα περάσουν οι αμπαλαδώροι να συσκευάσουν τα έπιπλα και την οικοσκευή

Got a better definition? Add it!

Published

Το πενηντάρικο, το χαρτονόμισμα των 50 ευρώ.

Δάγκωσέ μου ένα ντάρικο τσόκο

Got a better definition? Add it!

Published

Συγχώνευση των λέξεων μάδερ (mother) και αδερφούλα. Περιγράφει τη στοργική προς τον μικρότερο αδερφό, αδερφούλα. Συνήθως τους χωρίζουν και αρκετά χρόνια διαφοράς, κι έτσι εκτός από αδερφούλα είναι και δεύτερη μητέρα.

Τυχερός όποιος μεγάλωσε με μαδερφούλα

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνει ασταθή χαρακτήρα ή αλληλοσυγκρουόμενες υποδείξεις.

Ο Χότζας ήθελε να κατασκευάσει έναν φούρνο. Ο καθένας του έλεγε ότι ο φούρνος για να ψήνει καλά, πρέπει να έχει διαφορετικό προσανατολισμό. Έτσι ο Χότζας αποφάσισε να φορτώσει τον φούρνο πάνω σε ένα γάιδαρο, ώστε να μπορείο να αλλάζει κάθε φορά τον προσανατολισμό του.

Παράδειγμα εδώ Η Εκκλησία δεν μπορεί να αλλάζη σαν τον φούρνο του Χότζα η σαν τους ανεμόμυλους και να γυρίζη κάθε φορά κατά που φυσάει ο άνεμος

Got a better definition? Add it!

Published