(ουσ.) χρηματικό πόσο βλακωδώς ξοδεμένο σε άνθη και σαμπάνιες κατά τη διάρκεια διασκέδασης σε νυχτομάγαζο για χάρη μοιραίας ύπαρξης // περιττή οικονομική δαπάνη.

- Καλά, ότι της έχει αδυναμία το ήξερα, αλλά ότι θα έκανε τόση ζημιά για χάρη της χθες στην Πύλη Αξιού, ούτε που το φανταζόμουν. Να δούμε τώρα πώς θα τα βγάλει πέρα με τα γραμμάτια του, που μου θέλει και γούστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μαρτυρά η κατάληξη -ιμος/ -ιμη, το ρηματικό αυτό επίθετο εκφράζει πρόσωπο (στην περίπτωση μας θήλυ), ικανό να του εφαρμόσουμε αυτό που δηλώνει το ρήμα. Το πρόθεμα ευ- δηλώνει ότι θα το κάναμε ευχαρίστως.

- Πώς σου φάνηκε η καινούρια καθηγήτρια των Αγγλικών;
- Μια χαρά γυναίκα. Ευγαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος (λέξη τούρκικη).

Πέρασαν πριν από λίγο η Καίτη και ο τζες της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός, υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο ενοχλητικό ή/και βαρετό, ειδικά όταν πρόκειται περί καμακώματος.

Πάλι άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή; Ρε τον μπαδεαμέα, επιμένει ακόμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified