ΤΣίμπα. Ένα. Αρχίδι.
Αρκτικόλεξο που χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία ή απόρριψη, κυρίως όταν οι περιστάσεις -συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να εκφραστούμε κανονικά.
- Ο προϊστάμενος είπε να μου φτιάξεις εσύ καφέ, γιατί εγώ έχω να πάρω back-up.
- Τσέα εσύ και παίρνω εγώ back-up.