ΤΣίμπα. Ένα. Αρχίδι.
Αρκτικόλεξο που χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία ή απόρριψη, κυρίως όταν οι περιστάσεις -συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να εκφραστούμε κανονικά.

- Ο προϊστάμενος είπε να μου φτιάξεις εσύ καφέ, γιατί εγώ έχω να πάρω back-up.
- Τσέα εσύ και παίρνω εγώ back-up.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω δύσκολα.

Στον στρατό έφαγα χοντρό παλτό, δέκα μέσα μία έξω με πήγαινε.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified