1. Η κατάσταση κατά την οποία τρέχεις πανικόβλητος και ενώ οι υποχρεώσεις βαράνε κόκκινο, το αφεντικό ή ο προϊστάμενος απαιτεί να κάνεις και επιπλέον δουλειές.

  2. Περιγραφή κατάστασης αναφερόμενη σε κάποιον που τα θέλει όλα δικά του.

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πώς να πάει; Ο διευθυντής μας έχει βάλει τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

  2. Αμάν πιά με την φαταουλίαση σου! Ζητάς και και τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βροχέζος, ο [ουσ.] < βροχερός + χέζω

Αναφέρεται στον ενοχλητικά βροχερό καιρό. Μπορεί να είναι εκνευριστικό ψιχάλισμα που κρατάει μέρες ή μουσώνας των τροπικών που δύναται να σε πνίξει στα πέντε λεπτά που κρατάει.

Λίγο πιό έντονο σαν έκφραση από το «κατρουλόκαιρος».

Πιθανόν να αποτελεί την ελληνική μετάφραση του αγγλικού «shitty/crappy weather».

- Βροχέζος ο καιρός σήμερα.
- Ναι ρε συ, πολύ εκνευριστικό το συνεχές πιτσίλισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified