Φρενήρης κατάσταση στην οποία δύναται να περιέλθει αιχμάλωτος του άστεως φαντασιώνοντας Ελληνικές παραλίες.

- Φεύγω για Μήλο αύριο.
- Σκάσε και θα με πιάσει αμμώχ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε απέλπιδα και συχνά επίπονη προσπάθεια συγκάλυψης, εντός παραλιακής άμμου, εξ' αίφνης στύσης του γεννητικού μορίου ανδρός λουομένου, χαρακτηρίζεται δε από την πρηνηδόν στάση του ατυχούς φέροντος το εν λόγω όργανο καθώς και από την χαρακτηριστική λακουβίτσα (ή λακούβα, ανάλογα με το μέγεθος του μορίου) που δύναται να παρατηρηθεί μετά το πέρας της στύσης.

- Τι μωρό είναι αυτό ρε φίλε;
- Ωωπ... αμμόχωστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified