Το φευγάτο, το που δεν αναλαμβάνει ευθύνες - υποχρεώσεις, το la mojo, το αόριστο αφανές απροσδιόριστο, το ακόρυφο,το μαϊμουδοπιθήκι, ιβηρική η προέλευση μετά την κοπάνα των μαυριτάνικων ψευτο-εξουσιών.

την έκανε λαμόγιο (ναυτική έκφραση)

Oι αδελφές Michael και LaMoya Jackson (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified