Η πολύ αδύνατη κοπέλα (βλ. στεγνό, κοκκαλοσακούλα κ.α.)

Αυτή για το μονό που μπορεί να κάνει είναι μεζές για σκύλους!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ αδύνατη κοπέλα, σε σημείο να φαίνονται τα κόκκαλά της. (βλ. στεγνό, μεζές για σκύλους κ.α)

- Αυτή είναι τόσο αδύνατη που έχει καταλήξει κοκκαλοσακούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κορίτσι το οποίο δεν έχει ίχνος κρέατος επάνω του (βλ. μεζές για σκύλους, κοκκαλοσακούλα, απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, κ.α.)

- Αυτό το στεγνό αν φυσήξει αέρας το πήρε και το σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.

Βλ. και ταβερνόξυλο.

Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified