Γκόμενα εμπρηστής, που χτυπάει αδιάκριτα και απομακρύνεται αμέσως, αφήνοντας ως μοναδική επιλογή το πούτσισμα και το πυροκλάνι.

Πάλι με έστησε η καύτρα και έλεγε ότι της έχω λείψει πολύ...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάσταση που παραπέμπει σε αδυναμία περαιτέρω προσπάθειας διεκπεραίωσης κάποιας εργασίας διανοητικής ή χειρωνακτικής.

- Λες να πάμε Ν. Μάκρη για πούτσισμα σήμερα;
- Δεν λέει, κουράσεις...

Got a better definition? Add it!

Published