Μπότσα: κατ' αρχήν ο όρος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τον όρο σάπια ή με τον όρο πατσαβούρα.

Πρόκειται για ιδιαίτερης ασχήμιας αδύνατη κοπέλα. Τις περισσότερες φορές είναι άκωλη, ψηλή, με πολύ γαμψή μύτη και γουρλωτά μάτια. Η μόνη ομοιότητα της με την σάπια είναι η πεποίθησή της ότι είναι μουνάρα (κρατούσα άποψη).

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει, μεμονωμένα όμως, ότι η μπότσα, εκτός από όλα τα ανωτέρω, είναι και κακοντυμένη.

- Δυνατό μουνί η ξένια. Ψηλή και κρεβατογεμίστρα.
- Ίσα ρε η άκωλη. Άμα βγάλει και τον μπαζοκρύφτη από την μούρη της θα δεις τι μπότσα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο αξεσουάρ. Το φέρουν κατά την διάρκεια της ημέρας όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, όχι μόνο για να προστατευθούν από τις βλαβερές ακτίνες του ηλίου, αλλά για να μας εμποδίσουν να ξεχωρίσουμε την φύρα απο το σιτάρι. Κατά Παπαζέκα, μπαζοκρύφτης είναι τα μεγάλα γυαλιά που κρύβουν το πρόσωπο σάπιας γκόμενας.

Ρε συ, ωραίο γκομενάκι αυτό εε;
– Ναι, κάτσε μη βγάλει τον μπαζοκρύφτη και τρομάξουμε.

Τι έχει να πει ο Παπαζέκας;  (από poniroskylo, 01/08/09)

Από το μπάζο και κρύβω.

βλ. και μυγόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ δεν πρόκειται για αποσαθρωμένα φρούτα ή λαχανικά.

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει οτι ο όρος σάπια υποδηλώνει τη ψιλοπατσαβουρίτσα γκόμενα, αυτή που με γεμάτα κυτταρίτιδα μπούτια αρέσκεται στο να φοράει κοντά σορτσάκια ή μίνι φουστίτσες, αδιαφορώντας για την αηδία και τα εμετικά συναισθήματα που προκαλεί στους δυστυχείς διαβάτες, οι οποίοι έτυχε να περάσουν δίπλα της ή κοντά της, ή εν πάσει περιπτώσει έτυχε να την έχουν στο οπτικό τους πεδίο.

Τις περισσότερες φορές η σάπια πιστεύει ότι είναι μουνάρα κι ότι την γουστάρουν όλοι. Η σάπια συνατάται σε πλατείες, σε μέσα μεταφοράς, ακόμα και σε παραλίες επιδεικνύοντας τα κάλλη της. Η σάπια έχει πολύ συχνά επιτυχίες στις ώρες 5 έως 7 το πρωί κατόπιν κατανάλωσης δυο φιαλών μπομπάτου ουίσκυ.

Παρεμφερή όρο αποτελεί η φλόμπα.

Ρε κοίτα την Τζώρτζια. Φοβερό μουνί.
– Ίσα ρε την σάπια. Άμα βγάλει την φούστα και το μπαζοκρύφτη απο την μούρη της δεν τη γαμάς ούτε με μια μπουκάλα ουίσκυ.

(από Galadriel, 13/12/12)

Δες και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται το συμπαγές σμήγμα, αναμεμειγμένο με ιδρώτα, το οποίο εμφανίζεται γύρω της κωλοτρυπίδας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατά την διάρκεια του καθισιού.

Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την κρούστα. το σμίγμα ιδρώτα και σκατού που εμφανίζεται πάνω στην κωλοτρυπίδα. Η κωλέτζα αντιθέτως εμφανίζεται παραπλεύρως του πεδίου δράσης της κωλοτρυπίδας, στα κωλομάγουλα που επαφίενται.

Λεξιπλασία του Γιώργου Παναγάκου.

- Πω-πω μαλάκα τι βρωμιάρης είναι αυτός.

- Είναι γεμάτος μπίχλα.

- Και ο κώλος του έχει πιάσει κωλέτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Παπαζέκα, ζόχα είναι η δυσάρεστη οσμή που επέρχεται από τα βρασμένα λάχανα, τα ζόχια.

Ρε μαλάκα, τι βρωμάει έτσι;
– Είναι τα λάχανα που βράζει η μάνα μου στην κουζίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified