Άτομο περιορισμένης ευθύνης και που στερείται πρακτικότητας, μπουνταλάς.

Ο σερβιτόρος απο τη τάδε μπυραρία είναι και πολύ αρούγκανος, δε τον κόβει μια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο ανίκανο να αναλάβει τα αντρικά του καθήκοντα.

Έιδα τη Δήμητρα με έναν μπιριμπόμπολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη με βάση τον μαλάκα.

Ο Αλέξης είναι μεγάλος μαλακοκαύλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified