Άλλη μια λέξη με βάση τον μαλάκα.
Ο Αλέξης είναι μεγάλος μαλακοκαύλης.
Άλλη μια λέξη με βάση τον μαλάκα.
Ο Αλέξης είναι μεγάλος μαλακοκαύλης.
Got a better definition? Add it!
Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.
- Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
- Τι, δεν γαμάς καθόλου;
- Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.
- Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!
Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.
- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!
Got a better definition? Add it!