Κάποιος ποταπός ξαφνικά απέκτησε (ή νομίζει ότι απέκτησε) εξουσία και προσπαθεί να κάνει τα απίστευτα.
- Τον είδες τον Θανασάκη τον κλητήρα; Γλείφοντας και τις πέτρες έγινε υποδιευθυντής και την είδε. Έβγαλε η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο.
Κάποιος ποταπός ξαφνικά απέκτησε (ή νομίζει ότι απέκτησε) εξουσία και προσπαθεί να κάνει τα απίστευτα.
- Τον είδες τον Θανασάκη τον κλητήρα; Γλείφοντας και τις πέτρες έγινε υποδιευθυντής και την είδε. Έβγαλε η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο.
Σχετικά: έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, ξύπνησαν και οι καπότες και γαμάνε μόνες τους, ξεσηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα, σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη, σηκωθήκαν τα σκατά και τραβήξαν καζανάκι
Got a better definition? Add it!