Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το λατινικό charta visa ή, ελληνιστί, έγγραφο το οποίο έχει ελεγχθεί. Ο κάτοχος της βίζας λοιπόν, αφού έχουν ελεγχθεί τα ταξιδιωτικά του έγγραφα μπορεί να εισέλθει στη χώρα που τα εξέδωσε.

Παλιά, επί Ανατολικού μπλοκός, οι κάτοικοι χρειαζόντουσαν βίζα για να εξέλθουν του σιδηρούντος παραπετάσματος και φυσικά τέτοιες άδειες εκδίδονταν σπανιότατα (μη δει ο κοσμάκης τα αίσχη του καπιταλισμού και θολώσουν οι φακοί από τον καταναλωτισμό και πετάξει το πουλάκι).

Εμπνευσμένοι λοιπόν από τα άνωθεν, διάφοροι κακεντρεχείς περιπαίζουν τους λιγότερο ανεξάρτητους φίλους τους, που προτιμούν την ήρεμη οικογενειακή ζωή.

Κατ' αυτή την έννοια το έτερον ήμισυ του ατυχούς ανδρός πρέπει να του εκδώσει άδεια εξόδου από το σπίτι, για να μπορέσει και αυτός να δει κανά ματσάκι, να φάει με την παρέα του, να πιει έναν φραπέ βρε αδερφέ. Φυσικά ο αιτών βίζα θα πρέπει να έχει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έτοιμα προς εξέταση αν θέλει να έχει τύχη η αίτηση του (να έχει βάλει ηλεκτρική, να έχει αφήσει την πιστωτική του πάνω στο τραπέζι μαζί με μια ευχετήρια κάρτα για καλά ψώνια, να έχει πετάξει την πεθερά του ως το γιατρό γιατί που να παίρνει ταξί η γυναίκα, κλπ κλπ κλπ).

Ο δε ευτυχής λήπτης της βίζας υπογράφει όρους απαράβατους και καταχρηστικούς οι οποίοι αναλύονται αλλά δεν περιορίζονται στους εξής:

- Δεν θα πιω πάνω από δύο ποτά
- Δεν θα κοιτάξω άλλη γυναίκα
- Δεν θα αργήσω να γυρίσω
- Θα έχω το κινητό μου φορτισμένο και θα μένω πάντα εντός σήματος
- Θα ειδοποιώ ανά μισάωρο για την τοποθεσία μου
- Δεν θα πλησιάσω σε ακτίνα χιλιομέτρου ενοχλητικές εγκαταστάσεις
- Σε περίπτωση τυχαίας συναντήσεως με πρώην μου θα αυτοπυρποληθώ.

Για χρήσεις του λήμματος που αφορούν πιστωτικές δες εδώ.

  1. - Ε, παιδιά χάρηκα που τα είπαμε αλλά ήρθε η ώρα να την κάνω.
    - Τι έγινε ρε Σάκη, έληξε η βίζα;

  2. - Ρε λακαμά Μάκη, πάμε σε κανά κωλάδικο απόψε;
    - Τιλέρε απεόφοβε! Να το μάθει η Σουλάρα και να μου ανακαλέσει τη βίζα άπαξ και διαπαντός;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κυριολεκτική του σημασία είθισται να συνοδεύεται από μηχανισμούς και διάφορα καλόπαιδα που κάνουν επαναστάσεις του γλυκού νερού.

Στην καθ' ημάς πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του όρου αντικαθιστά τον υπερθετικό βαθμό του προκλητικού, τον προβοκάτορα, αυτόν που πυροδοτεί έντονες αντιδράσεις, προκαλεί το κοινό αίσθημα ρε παιδί μου και εν ολίγοις αγανακτεί άπαντες παρόντες και απόντες.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το λήμμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει προκλήσεις με την καλή την έννοια και γενικώς για καταστάσεις που δε χρειάζονται λεξοτανίλ για να πέσει η ατμοπίεση.

  1. - Βασικά πιστεύω ότι η Μπέκη θα είναι χάλια στο κρεβάτι.
    - Άκου τι λέει ο στόμας του, του αχαρακτήριστου!!! Ρε εμπρηστικό σίχαμα άμα το πιστεύεις αυτό το μόνο που να σου σηκώθει ξανά να είναι το σακάκι.

  2. - Μα καλά είναι δυναμόν Κύριε των δυνάμεων;;; Δες τι έβαλε η εμπρηστική!!!
    - Ου λαλά, δεν της είπε η μαμά της ότι βάτες φοράει μόνο η Lady GaGa και όσες μείναν στα ογδόνταζ;;; Τστστς τρε πασέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified