Εργαζόμενος με υψηλές αποδοχές, που δεν τελεί υπό υπαλληλική σχέση, και αλλάζει συχνά εργοδότη. Από το αγγλικό free-lancer.
Έχω μια φίλη που δουλεύει φρηλάτζα σε μια πολυεθνική.
Εργαζόμενος με υψηλές αποδοχές, που δεν τελεί υπό υπαλληλική σχέση, και αλλάζει συχνά εργοδότη. Από το αγγλικό free-lancer.
Έχω μια φίλη που δουλεύει φρηλάτζα σε μια πολυεθνική.
Δες και φαινόμενο λάινσμαν.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός οικοδομής όταν βρίσκεται στην φάση κατασκευής των τούβλων, πριν αρχίσει το σοβάντισμα δηλαδή.
Ετυμολογείται από το τουρκικό «καρά» = μαύρο + γιαπί.
Πού να πάει να μείνει στο καινούριο σπίτι; Αφού είναι ακόμη καραγιαπί! Έχει μέλλον μέχρι να τελειώσει.
Got a better definition? Add it!