Εργαζόμενος με υψηλές αποδοχές, που δεν τελεί υπό υπαλληλική σχέση, και αλλάζει συχνά εργοδότη. Από το αγγλικό free-lancer.

Έχω μια φίλη που δουλεύει φρηλάτζα σε μια πολυεθνική.

Δες και φαινόμενο λάινσμαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού freelancing, ήτοι παροχή υπηρεσιών (δηλαδή ουσιαστικά εξάσκηση ελεύθερου επαγγέλματος) με την ιδιότητα του εξωτερικού συνεργάτη.

Συναντάται περισσότερο συνεκδοχικά με πιο καλλιτεχνικά επαγγέλματα, όπως σκιτσογράφοι, φωτογράφοι, μεταφραστές, σύμβουλοι κλπ., αλλά και σε σχέση με τον χώρο της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Τρανό παράδειγμα οι φωτορεπόρτερ.

Δεν συναντάται στην περίπτωση χειρωνακτικών επαγγελμάτων (εργάτες / εργατοτεχνίτες, υδραυλικοί κλπ.).

Να μην συγχέεται με τις κάθε είδους λάντζες, αυτές αφορούν άλλου είδους εργασιακά καθεστώτα.

Και με την οίστρος συμφωνώ, αλλά επειδή μάλλον δεν φτάνει, γύρνα στην “φρηλάντζα” γλυκιά μου και Αγνόησε τον πρώην!!! Ως ανεξάρτητη κειμενογράφος σου μιλώ... (από εδώ)

Η Dr M (όπως είναι το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο) είναι International freelance Head Hunter, φρηλάντζα που λέμε στα ελληνικά και έχει κοντράκτο με την Microsoft για $420.000 προμήθεια. Σε «τσεκάρει». (από εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δουλειά που αναλαμβάνει ο ελεύθερος επαγγελματίας.

Εκ του αγγλικού freelancer.

Πήρα μια φριλάντζα εργολαβεία και σε 2 μήνες θά'χω βγάλει 2000 ευρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified