Ο πολύ μαλάκας, ο χαμένος, ο ηλίθιος, ο εντελώς γκαγκά.

- Ήθελε να μάθει τον Κώστα να φτιάχνει εσπρέσο. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι είναι μπαζωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος που για να πάρει χαμπάρι τι του λες, περνάει καμιά βδομάδα.

Όποιος έχει αντανακλαστικά μιας μέρας ή και περισσότερο: τον βρίζεις σήμερα και θυμώνει αύριο. Του την πέφτει γκόμενα και της χαμογελάει την άλλη βδομάδα, αφού πρώτα του κάνει μάθημα ο κολλητός του.

- Η Γιάννα σού την έπεφτε όλη την ώρα ρε μαλάκα και δεν έπαιρνες χαμπάρι!
- Πότε;
- Τότε ρε σπίρτο βρεγμένο, ηλίθιε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified