Το πιτσίλισμα με τρόπο ξαφνικό.

Κατούρησε στο χώμα και μπρουτσάφλησε τα μπγενάρια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified