(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.
Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.
Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...