Χρησιμοποιείται για γκόμενες που έχουν στραβά πόδια και όχι μόνο!!!! Αυτές οι γκόμενες συνήθως έχουν και άλλα κουσούρια.

Τάκης: - Ωρέ!!! γαμώ τα μουνιά η σόφι ρε μαν!
Ανδρέας: -Έλα ρε σαβουρογάμη, ρε με το σίχαμα, τη στραβοκάνα!!!!
Τάκης: -Σιγά μωρέ, επειδή είναι λίγο στραβά τα πόδια της;;;;
Ανδρέας: - Και λίγο μπάζο, και λίγο άκωλη, και λίγο ποντικομούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός /-ή που κάνει ανώριμες, χαζές και τρελές κινήσεις. Καταστάσεις που δεν στέκουν. Ο ό,τι νά 'ναι τύπος, ο εκτός τόπου και χρόνου (για ενέργειες χρησιμοποιείται το «παρλιακομάρες»).

Τάκης: Ρε κολέα, καλά αυτή η Καίτη πώς χορεύει έτσι;;; Μουρλό είναι;;;; Τι έχει πάθει;;;
Ανδρεάς: Έλα μωρέ Τάκη, παρλιακό είναι, παρλιακομάρες κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified