Αυτός /-ή που κάνει ανώριμες, χαζές και τρελές κινήσεις. Καταστάσεις που δεν στέκουν. Ο ό,τι νά 'ναι τύπος, ο εκτός τόπου και χρόνου (για ενέργειες χρησιμοποιείται το «παρλιακομάρες»).

Τάκης: Ρε κολέα, καλά αυτή η Καίτη πώς χορεύει έτσι;;; Μουρλό είναι;;;; Τι έχει πάθει;;;
Ανδρεάς: Έλα μωρέ Τάκη, παρλιακό είναι, παρλιακομάρες κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γκόμενες που έχουν στραβά πόδια και όχι μόνο!!!! Αυτές οι γκόμενες συνήθως έχουν και άλλα κουσούρια.

Τάκης: - Ωρέ!!! γαμώ τα μουνιά η σόφι ρε μαν!
Ανδρέας: -Έλα ρε σαβουρογάμη, ρε με το σίχαμα, τη στραβοκάνα!!!!
Τάκης: -Σιγά μωρέ, επειδή είναι λίγο στραβά τα πόδια της;;;;
Ανδρέας: - Και λίγο μπάζο, και λίγο άκωλη, και λίγο ποντικομούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό cool=ήρεμα (κουλ). Χρησιμοποιείται όταν δεν γίνεται κάτι συγκλονιστικό!!

Τάκης: - Μαν, πόσο ήρθε το ματσάκι;;
Ανδρέας:- 0-0.
Τάκης: - Έγινε καμιά μανούρα;;;;;
Ανδρέας: - Μπα, δεν έγινε τίποτα... κουλαριστά ήταν.

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι παρτάλι, ο ανισόρροπος, ο ό,τι να 'ναι, ο παρασάνταλος (συνηθίζεται να λέγεται στο νομό Ηλείας-Βάρδα).

Τάκης: - Ρε ζώον, τι φοράς εκεί, το ένα παπούτσι κόκκινο, το άλλο πράσινο;;;
Θέμης: - Ντάξει μωρέ και τι έγινε;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται σε κάποιον που μόλις έρχεται και βρίσκει την παρέα αραχτή (για να τον πειράξεις)...

(Παρέα που κλαπαρχιδίζει και μετά από ώρα σκάει φίλος)
Ανδρεας: Kαλώς τον Τάκη! Έλα ρε, θα κάτσεις μέρες;
Τάκης: Μπααα, κανά πεντάρι μερούλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτήν την σύνθετη λέξη συνήθως την λέμε σε κάποιον που δεν πίνει πολύ, ότι πίνει σαν γαρδέλι, ότι πίνει λίγο και αργά... Την ξεστομίζουν πότες και τύποι από βουνά...

(κατά την διάρκεια οινοποσίας, ο μονόλογος):
Στέφανος: -Άντε ρε μάγκες... εβίβα, πάντα τέτοια... Ρε Νίκο, γαρδελοπίνεις, ακόμα στο πρώτο είσαι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει παρέα, αλλά παρέα από αλάνι. Προέρχεται από τον στρατό, από ένα τάγμα όπου πήγαιναν όλα τα «καλά» παιδιά, κοινώς τα ματσακόνια.

  1. Τάκης: -Ρε μαν, γαμώ τα παιδιά ο Νίκος!!!!
    Ανδρέας: - αι, για πολύ μόμα ,λέμε...

  2. Τάκης: -Τι θα κάνουμε ρε μαν σήμερα;;;
    Ανδρέας: -Θα μαζευτεί η μόμα σπίτι μου, να παίξουμε προ!!!

Museum of Modern Arts, NY (από ironick, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπίσης χρησιμοποιείται για να προσβάλουμε κάποιον/ -α. Παρόμοιο με τον καραγκιόζη!

Επίσης μπορούμε να πούμε: «κάνε μας την χάρη ρε θέατρο της δευτέρας»!!!!! Κάτι σαν την αποτυχία την ίδια.

Τάκης: -Ρε φίλε, τι φοράει η γιώτα;;;; Βγήκε ο κώλος της έξω!
Ανδρέας: -Έλα μωρέ με το θέατρο, το παίζει και γκόμενα το μπαζάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως μαγκιόρικη έκφραση, την ξεστομίζουνε παλιοί πότες!!! Σημαίνει «πάμε να πιούμε καν ποτό». Συνηθίζεται να λέγεται μετά από μανούρα.

(διάλογος από την ελληνική ταινία «Λόλα») μετά από την μανούρα στο μαγαζί του Φαρέα:
- Πάμε να βρέξουμε τα χείλη μας ρε μόρτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψεις ότι έχεις φάει σοβαρή ήττα, ότι ξενέρωσες πάρα πολύ... σε χάλασε ρε παιδί μου.

Τάκης: Τι έκανες ρε μαν εχτές το βράδυ με το γκομενάκι;;;;
Ανδρέας: Άσε ρε φίλε, έφαγα μηχανή, εγώ της έλεγα να πιούμε κανα ποτάκι να γουστάρουμε και αυτή μου έλεγε τα δικά της. Τζίφος.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified