Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ενός πολύ όμορφου ή σέξυ άνδρα (υπερβολικά όμορφου). Συνώνυμο του κούκλος, θεός, καύλαρος, μανάρι κλπ κλπ κλπ αναρίθμητα. Το αρσενικό αντίστοιχο της λέξης «πατόμουνο».

- Χθες συνάντησα τον Ανδρέα τυχαία. Καλέ πόσο άλλαξε από τότε που ήμασταν μαζί στο Λύκειο...
- Άσε και εγώ τον βρήκα μια μέρα. Κούκλος...
- Μόνο κούκλος; Πατόκαυλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified