Το γρήγορο τρέξιμο. Πολύ συνηθισμένη λέξη παλιότερα στη Πάτρα. Σχετικό ρήμα: πιλαλάω. Παράγωγο η κωλοπιλάλα, δηλ. το τρέξιμο με ζόρι και γενικότερα η βιασύνη.

Έκανα μιά πιλάλα για να προλάβω το λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified