Τρέξιμο. Πηλαλάω το ρήμα.

  1. - Τους είδε κανείς;
    - Όχι, κάτι παιδιά ήταν που πηλαλάγανε στο δρόμο.

  2. Πηλάλα γρήγορα να τους προλάβεις.

  3. Πηλάλησα για να τον πιάσω αλλά μου γλίστρησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρήγορο τρέξιμο. Πολύ συνηθισμένη λέξη παλιότερα στη Πάτρα. Σχετικό ρήμα: πιλαλάω. Παράγωγο η κωλοπιλάλα, δηλ. το τρέξιμο με ζόρι και γενικότερα η βιασύνη.

Έκανα μιά πιλάλα για να προλάβω το λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified