Παλέψιμος (αντίθετο του απάλευτος): για μία κατάσταση την οποία μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σχετικά εύκολα.
Φέτος το καλοκαίρι δεν έχουμε πολλά κουνούπια, η κατάσταση είναι παλέψιμη.
Όποτε και να πας φαντάρος, ο στρατός δεν είναι παλέψιμος.
Got a better definition? Add it!
Published 2013-07-29 08:16:44+00:00 Last modified 2013-08-19 11:37:41+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.