Παλέψιμος (αντίθετο του απάλευτος): για μία κατάσταση την οποία μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σχετικά εύκολα.

  1. Φέτος το καλοκαίρι δεν έχουμε πολλά κουνούπια, η κατάσταση είναι παλέψιμη.

  2. Όποτε και να πας φαντάρος, ο στρατός δεν είναι παλέψιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified