Παλέψιμος (αντίθετο του απάλευτος): για μία κατάσταση την οποία μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σχετικά εύκολα.
Φέτος το καλοκαίρι δεν έχουμε πολλά κουνούπια, η κατάσταση είναι παλέψιμη.
Όποτε και να πας φαντάρος, ο στρατός δεν είναι παλέψιμος.
Παλέψιμος (αντίθετο του απάλευτος): για μία κατάσταση την οποία μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σχετικά εύκολα.
Φέτος το καλοκαίρι δεν έχουμε πολλά κουνούπια, η κατάσταση είναι παλέψιμη.
Όποτε και να πας φαντάρος, ο στρατός δεν είναι παλέψιμος.
Got a better definition? Add it!
Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα
- Την παλεύεις φιλαράκι;
- ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)
Απάλευτη η φάση.
Ο Απάλευτος.
Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.
- Παλεύεται το φαγητό;
- Ε, την ψιλοπαλεύει.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, -ιές, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω, αντιπαλευόν. Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιδιάζουσα περίπτωση που η υπομονή ενός ανθρώπου έχει εκμηδενιστεί στο μεγαλείο της μαλακίας που την δεσπόζει. Παρατηρείται σε καταστάσεις για τον μπούτσο.
- Άσε ρε πολυ δουλειά, δεν την παλεύω!!!
- Ρε στ' αρχίδια σου.
Got a better definition? Add it!