Λολοπαικτικὴ δήλωση ἀποποίησης εὐθύνης, βελανιδοφαγιστὶ disclaimer.

Ἐτυμολογία

πρόθημα δυσ+κλαίω+μοίρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970.

Εἶναι ὁ "ἀσχολούμενος συστηματικῶς μὲ τὸν βασανισμὸν τοῦ ὑπογαστρίου δαίμονος", ὅπως ἔλεγε κάποιος φιλόλογος τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.

Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς ὁ μαλάκας.

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Συνώνυμα: πετσαδόρος, πετσάκιας, βυρσοδέψης, αὐτὸς ποὺ ματώνει τὸ πετσάκι του

Ὅποτε παιζόταν στὸ Μετσόβιο πρέφα τοῦ χαβαλέ, δηλ. χωρὶς κάποιο σοβαρὸ χρηματικὸ ἔπαθλο, μαζεύονταν διάφοροι ἀργόσχολοι γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ σχολίαζαν. Ὅταν κάποιος παίκτης ἔκανε μαλακία κι "ἔμπαινε μέσα", τραγουδοῦσαν ὅλοι (στὸ σκοπὸ τοῦ ρεφραίν ἀπὸ τὸ τραγοῦδι "Λὰ Κουκαράτσα"):

Κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον μέσα τὸν πετσή,

καὶ ἂν ἔμπαινε "σόλο", συνέχιζαν:

κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον σόλο τὸν πετσή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι τρεῖς μοιράζονται κάτι. Συνήθως ἀναφέρεται σὲ περίεργες ἤ ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, τρίγωνα καὶ τὰ τοιαῦτα,

Γύρω γύρω τρεις στο γύρο αμαρτήσαμε, γύρω γύρω δυο για σένα την πατήσαμε

Στίχοι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι Γύρω-γύρω

ἀλλὰ ὄχι πάντα.

- Δὲ μοῡ λὲς, τὴ βάρκα τὴν ἔχετε τρεῖς στὸ γῦρο; - Τὶ νὰ κάνω, ἀφοῦ δὲν εῖχα λεφτὰ νὰ τὴν πάρω μοναχὸς μου.

Ἡ ἔκφραση εἶναι αρκετὰ παλιὰ, τὴ θυμᾶμαι ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '50. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιὸ παλιὰ (τὸ πιὸ πιθανό).

Πάντως τὸ 1978 ὑπῆρχε ὁμώνυμη τηλεοπτικὴ σειρὰ στὴν ΥΕΝΕΔ.

Τρεῖς στὸ γῦρο

σλανγκασίστ: στη γύρα (ὁρισμὸς titsunited/σχόλιο xalikoutis)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified