Κάλανος (ο), καλάνι (το): Κατάλληλα διαμορφωμένος (συνήθως 'σκαμμένος' με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (συνήθως ελάτου ή πεύκου), έτσι ώστε να σχηματίζεται στο εσωτερικό του ένα κοίλο (αυλάκι), μέσα στον οποίο λιμνάζει νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από τον οποίον διέρχεται νερό.

Παράδειγμα εδώ

Η βρύση έχει στερέψει και τα καλάνια είναι στεγνά. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανά;

Got a better definition? Add it!

Published

Κάλανος (ο), καλάνι (το): Κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο

Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανα;

μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανά;

Κάλανος (ο), καλάνι (το): Eπιμήκης κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο, μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).

Got a better definition? Add it!

Published

Πατινός-πατινή-πατινό. (Όπως κοντινός, ακρινός, κορφινός).Αυτός-ή-ό που βρίσκεται στον πάτο, δηλαδή κάτω-κάτω.

Παράδειγμα εδώ Την πατινή πεζούλα (αναβαθμίδα, ζαγάδα) τής λογγάς, την πήρε το ποτάμι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαλιάς, του χαλιά, οι χαλιάδες / τα χαλιάδια Επιφάνεια πλαγιάς με συνήθως μεγάλη κλίση, γεμάτη χαλίκια και μικρές κατά κανόνα πέτρες που είναι περισσότερο ή λιγότερο ασταθής για να βαδίσει κανείς επάνω της. Αν αυτή η επιφάνεια εκτείνεται σε μεγάλο ύψος και εύρος, τότε μιλάμε για σάρα. Η σάρα, της σάρας.

Τσοπάνικο αίνιγμα από τα "Ποιμενικά τής Ρούμελης", του Δ. Λουκόπουλου: "Μια πρατίνα [προβατίνα] ρούντα ρούντα, το χαλιά - χαλιά πααίνει και χαλίκι δε γκρεμίζει. Τι είναι;"

Είναι, βεβαίως, η αντάρα η οποία 'περπατάει' επάνω στον χαλιά χωρίς να γκρεμίζει ούτε ένα χαλικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published