Εκ του πωρόλιθου. Αυτός που η μόνη του χρησιμότητα είναι όπως ακριβώς του πωρόλιθου που τοποθετούμε σε μια πόρτα για να μην κλείσει από τον αέρα.

Κλιμακώνεται ανάλογα με την αχρηστοσύνη ως εξής: πώρος, αρχιπώρος, πώραρχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified