Από την αγγλική λέξη chill.
Φράση που εκφράζεται συνήθως από πολύ αραχτούς τύπους (στη πλειοψηφία τους χασίκλες) όταν κάποιος από τη παρέα εκφράσει κάποιο προβληματισμό/χάρη/ιδέα για δράση ή σήκωμα από το καναπέ.
1)
- Θα παίξουμε κάνα λολάκι;
- Τσίλ ρε
2)
- Ρε, πιάσε λίγο το νερό
- Τσίλ ρε
3)
- Πάμε Bora Bora;
- Τσίλ ρε
4)
- Σκέφτομαι σοβαρά να κόψω τις φλέβες μου
- Τσίλ ρε