Από την αγγλική λέξη chill.

Φράση που εκφράζεται συνήθως από πολύ αραχτούς τύπους (στη πλειοψηφία τους χασίκλες) όταν κάποιος από τη παρέα εκφράσει κάποιο προβληματισμό/χάρη/ιδέα για δράση ή σήκωμα από το καναπέ.

1) - Θα παίξουμε κάνα λολάκι;
- Τσίλ ρε

2)
- Ρε, πιάσε λίγο το νερό
- Τσίλ ρε

3)
- Πάμε Bora Bora;
- Τσίλ ρε

4)
- Σκέφτομαι σοβαρά να κόψω τις φλέβες μου
- Τσίλ ρε

chilly willy (από dryhammer, 06/09/14)όλα τα λάικ Χ2 (από dryhammer, 06/09/14)όλα τα λάικ Χ2 (από dryhammer, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντροπαρέα πολλών πούτσων.

- Βγήκες χθες μαν;
- Ναι μωρέ με τη ψωλαρχία, κλασικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified