1. Ο τύπος που πηδάει σούπερ γκόμενες.

  2. Γαμώ υπέροχα.

  1. Είδες ο Γιαννάκης τι θεογκομενάρα έριξε πάλι. Είναι σουπεργαμάω ο τύπος.

  2. Την σουπεργάμησες πάλι την Ελενίτσα χθες βράδυ. Σας άκουσε όλη η πολυκατοικία.

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified