Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified