Selected tags

Further tags

Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω διακοπές, τάχω κλάσει όλα και είμαι τρελά αραχτός, τη στιγμή που -και ακριβώς επειδή- ο κόσμος καίγεται γύρω μου (και πολύ πιθανόν και γω μαζί του) και η κενωνία βουλιάζει. Δείχνει λούξους και σταρχιδισμό.

Από το διακοπές + κατάληξη - άρω που προσδίδει στο ρήμα μια ξενική όσο και χαλαρωτική εσάνς.

Μπόλικα τα παραδείγματα, μέχρι και σάιτ έχει ονομαστεί έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιοσχολίτικη έκφραση των 90's εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις για τα γκοφρετάκια amaretti η οποία θέλει να δηλώσει ότι κάποιος δείχνεται υπερβολικά η ότι την βλέπει κάπως που δεν θα έπρεπε.

- Θα βγούμε με τον Νίκο σήμερα;
- Όχι ρε γάμησε τον. Βγαίνει με μια πατσαβούρα και την έχει δει amaretti να πούμε.

- Τι έχει πάθει αυτός τις τελευταίες μέρες.
- Ασ' τον, την είδε amaretti!

(1997) Διαφημιστικό / Amaretti

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα υπάρχει θα πάρω την απίθανη ασίστ της «ανώνυμης» για να εμπλουτιστεί.

Το σουάγκ κυρίως σημαίνει level up. Δηλαδή να ανεβάσεις επίπεδο, που χου από το τσιγάρο στο πούρο, από τον αλβανό στο σκανκ, από το χιουντάι στο μερσέντες...

Αυτό το level up δεν είναι ανάγκη να έχει σχέση με χρήματα. Μπορείς να κάνεις λέβελ απ και χωρίς μερσέντες και πούρα, εσωτερικά. Είναι πιο πολύ ένα αίσθημα το οποίο σε κάνει να διαφέρεις από τους υπόλοιπους και να νιώθεις αφ' υψηλού.

Αυτά όσον αφορά την εμφάνιση, το στυλ και τον «αέρα»...

Όσον αφορά τον ήχο, το σουάγκ «παίζει» σε ρυθμούς κάτω από 80bpm με νότες είτε βουβές, είτε reverbαρισμένες (αυτό που λέτε εσείς οι djs reverb)...το ριβέρμπ δίνει ένα βάθος στον ήχο και τον κάνει και ακούγεται σαν σε διαμέρισμα χωρίς έπιπλα.

Ο στίχος είναι κυρίως αργός και η θεματολογία μπορεί να είναι είτε αφηρημένη (σνικ, hatemost) είτε glamour (ypo, billy sio)...

Εγώ πάντως προτιμώ την άλλη ερμηνεία του σουάγκ:
S- Secretly
W- We
A- Are
G- Gay

Κάποιος να γλείψει το σουάγκ της «ανώνυμης» που έδωσε ρέστα στον ορισμό κορίτσια;;;

Cali Swag District (από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για άτομα τα οποία δεν έχουν φοιτήσει σε κανονικό πανεπιστήμιο, που χου του Πούτσεστερ, ωστόσο έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι, έχουν αποκομίσει εμπειρίες που αν τις μάθεις θα μπλέξεις, και γενικά όταν σου λένε κάτι είναι λίρα εκατό.

Τις περισσότερες φορές βέβαια τον όρο τον χρησιμοποιούν καταχρηστικά οι ντεμέκ απόφοιτοί του, κάτι τύποι που επίσης δεν έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση, ωστόσο ούτε από τη ζωή τους έχουν μάθει κάτι και μια ζωή τις ίδιες μαλακίες κάνουν. Παρ' όλα αυτά, είναι οι ίδιοι που θα τρέξουν να εκστομίσουν τις «σοφίες» που τους «δίδαξε» το πανεπιστήμιο της ζωής με ύφος χιλίων καρδιναλίων και 29 κατασκευαστών πλυντηρίων προς πάσα κατεύθυνση και με το ύφος «το έμαθα στο πανεπιστήμιο της ζωής».

- Έλα βρε αγόρι μου, δεν αξίζει τώρα να κλαις για τη Λίλιαν. Άκου κι εμένα που έχω πείρα απ'τη ζωή. Οι γκόμενες είναι σαν τα λεωφορεία: δεν αξίζει να τρέξεις πίσω τους. Θα έρθει το επόμενο.
- Πού τις έμαθες τέτοιες σοφίες, διαστημικέ δάσκαλε;
- Στο πανεπιστήμιο της ζωής, φίλε Πέρι.
- Και πόσα μαθήματα χρωστάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το 'χω χτίσει (εγώ ρε) το μαγαζί (/το γήπεδο /το σημείο ομαδικής συνάθροισης /το φόρουμ κ.λπ.). Υπερθετικός (που λέει ο λόγος) του συχνάζω, τονίζει την απαίτηση σεβασμού ως ακολούθως:

  1. Είμαι ιδρυτικό στέλεχος ή από τους παλαιότερους που το έχουν επισκεφθεί. Η παλιουροσύνη μου δίνει την αδιαμφισβήτητη εξουσιοδότηση του να εκφέρω αναντίρρητη άποψη, όταν οι άλλοι (οι χτεσινοί, που δεν ήταν εκεί όταν χτιζόταν το κτήριο, το τσατ-πρόγραμμα, το καφενείο) οφείλουν να κάνουν τουμπεκί γιατί έτσι. (Αυτός είσαι!)

  2. Έχω δώσει τόσα λεφτά στο μαγαζί που ήταν σαν να χρηματοδότησα την ανέγερσή του - ενίοτε αυτό είναι και κυριολεξία αν δεις το μαγαζί σε βάθος χρόνου να τραβάει επεκτάσεις, νέα υπόστεγα, νέες πτέρυγες κλπ της παρανομίας. (Είμαι αυτός...)

Συνέντευξη της Έλενας στο ΜΕΝ24:
-Δηλώνεις φανατική αεκτζού, στο γήπεδο πηγαίνεις;
-Το γήπεδο το 'χω χτίσει. Είμαι φανατική αεκτζού και ένα από τα κειμήλια που μου έχει αφήσει ο πατέρας μου είναι το εισιτήριο από το 1968, όπου είχαμε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων κόντρα στη Σλάβια. (σ.ς. μπράβο το καλό κορίτσι)

Θυμωμένος φωνακλάς στο φόρουμ ImizBiz: -
- ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΤΟΛΜΑΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ;
ΕΣΥ; ΣΕ ΜΕΝΑ; ΕΣΥ; ΣΕ ΜΕΝΑ ΠΟΥ ΤΟ 'ΧΩ ΧΤΊΣΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚ; ΤΟ ΣΟΡΡΥ ΣΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ ΣΟΥ!!!
-Φτιάχνεις το τόπικ κι ύστερα ρίχνεις το επίπεδό του στο ναδίρ...ωραίοςςςςς... (σ.ς. σεβασμός στον παλιό)

Ζωόφιλες εδώ:
E-va: - Ωπα! Συχνάζεις στο ΚΑΦΕΟΙΝΟ;; Απεναντι είναι το πατρικό μου!!
sofiaklv: -Συχνάζω; Για να μην πω το 'χω χτίσει και υπερβάλω, να πω οτι έχω βάλει τα θεμέλια;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.

- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχή φράσης που υποδηλώνει:

... πως δεν με νοιάζει για κάτι η για κάποιους.
... αδιαφορία.
... πλήρη σταρχιδισμό.

Απάντηση σε δηλώσεις τύπου: «πρόσεχε εκείνο /-ον»...

  1. - Τώρα που θα πας στην Ταϊλάνδη να φυλάγεσαι από τις τροπικές αρρώστιες.
    - Γάμησα εγώ αρρώστιες...

  2. - Μην κάνεις φασαρία ρε Χρήστο, θα μας πλακώσουν οι πρησμένοι.
    - Γάμησα εγώ πρησμένους...

  3. (μέσα στο αυτοκίνητο...)
    - Πρόσεξε αυτόν από δεξιά !
    - Γάμησα εγώ τους από δεξιά ... !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιώργος Καρατζαφέρης διά χειρός Μητσικώστα. Το «μυρώνομαι απ' τη χάρη σου» θα δήλωνε την θέληση ταμένου χριστιανού πολιτικού να μυρωθεί από λαϊκό άγιο, για να κατέλθει επιτυχώς σε προσεχείς εκλογές. Με την αντιστροφή σε «μου» εννοείται η ναρκισσιστική αυταρέσκεια του λαοσπρόβλητου ηγέτη, καθώς κοιτά στα μάτια τον λαό του, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, μέσω της κάμερας του ιδιωτικού του σταθμού. Δηλαδή κάτι σαν «τι είπα ρε ο πούστης» κ.ο.κ.

- Σσσσσσ, καλά τι λήμμα ανέβασα σήμερα! Μυρώνομαι απ' τη χάρη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified