Υποτιθέμενη ουσία ή "ορμόνη" που βοηθάει κάποιον/αν να γίνει φουσκωτός-τούμπανο ή γκόμενος/γκόμενα- τούμπανο. Το λέμε είτε για να θαυμάσουμε κάποιον/αν ότι είναι τουμπανάϊζερ είτε για να υπαινιχθούμε ότι έχει πάρει συμπληρώματα διαστροφής. Συνώνυμο: φουσκωτίνη.
Ο ηλιος πεφτει και μπρατσομενοι απο τη χειμερινη τουμπανινη χρυσαυγιτες, αδειαζουν τις παραλιες... ο αγωνας για μαυρισμα θα συνεχιστει αυριο Κυριακη ΥΓ. φημες λενε οτι καποιοι αγωνιστες παραμενουν στους αμμοδερους πρωμαχωνες του καλοπισμου και ψαχνουν διακαως αντιηλιακο νυχτος (Από το Φέισμπουκ).
Παει... τους εκαψε η τουμπανινη το μυαλο και τα οργανα... τουλαχιστον παυσιπονα τους κανουν??? να μη βασανιζονται... (Από το γιουτούμπ).
ρε κοπελιά, τί σε ταϊζανε όταν ήσουν μικρούλα και έγινες έτσι τούμπανο;. ... τουμπανίνη; :) (Από το Badoo).