Δοκίμως, σημαίνει τη σημαία. Ετυμολογία: μεσαιωνικό ελληνικό φλάμπουρον < φλάμπουλον (ανομοίωση υγρών [l-l > l-r] ) < *φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελληνιστικό φλάμμουλ(α) -ον < ύστερο λατινικό flammula = σημαία του ιππικού (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατινιστί flamma)]. Μεταφορικώς σημαίνει ό,τι και το κοντάρι, δηλαδή το πέος.
Μόλις την είδε να περνάει με τη στρινγκαδούρα, είχαμε έπαρση φλάμπουρου.