Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχηματικός όρος, η ισοπαλία σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

- Ρε συ έπιασα πέντε χινάρια κι η βαζέλα μου σπάσε το δελτίο με τον Αστέρα
- Τι θες και παίζεις τους τσουρουκάδες ρε

Προφανώς από το «Χ», δες και χηνόπουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified