Η λέξη μπιφτεκογέρακας (αρχ. μπιφτεκοιέραξ) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αμφιμονοσήμαντα ένα μέλος του θηλυκού είδους με κάποιου είδους δυσμορφία στη ρινική κοιλότητα, η οποία δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα γεράκι το οποίο σκοπεύει να γαντζώσει με τη μύτη του το μπιφτέκι σου και να πετάξει σε ασφαλές μέρος, έτσι ώστε να τραφεί - μόνο που το γεράκι αυτό έχει επιπλέον και βυζιά, αν αυτά είναι σεβαστά σε μέγεθος τότε μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για έναν περδικόστηθο μπιφτεκογέρακα.

Εκτός του ότι αποδεικνύει μια παντελή άγνοια για τις διατροφικές συνήθειες του περήφανου αυτού είδους της τοπικής μιας ευδόκιμης πανίδας, καθώς τα γεράκια δεν τρέφονται με καλοψημένα μπιφτέκια αλλά με ποντίκια και άλλα μικρά σε μέγεθος σπονδυλωτά, η χρήση του ως κοπλιμέντου μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς πολλά μέλη του θηλυκού είδους δεν συμμερίζονται με το υποκείμενο το ίδιο μεράκι, πάθος αν θέλετε, για τα εγχώρια πτηνά.

Α1: - Αυτό εδώ το ξενοδοχείο ήταν η ερωτική μας φωλιά.
Α2: - Με τέτοιον μπιφτεκογέρακα που έμπλεξες δε μου κάνει εντύπωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified