Προκύπτει από παράφραση της λέξης αμνοερίφια (αρνοκάτσικα).

Ο ποιητής αναφέρεται στις μυριάδες αρνιά και κατσίκια που κατασφαγιάζονται κάθε χρόνο για να δοξάσει το Χριστεπώνυμο πλήθος την Ανάσταση του Κυρίου (Αμνού του Θεού), σε ένα άνευ προηγουμένου φεστιβάλ χοληστερίνης.

Λέμε πως πρέπει να τηρήσουμε τα έθιμα, γιατί αν χάσουμε τα έθιμα, πάει και καλά η φυλή μας (αλήθεια, πού πάει, όρε;)

Και για να παραμείνουμε, πιστοί στις επάλξεις και στα... ιδανικά της φυλής, πλακωνόμαστε ακόρεστα στις... μάσες, ρευόμενοι από εθνική περηφάνια. Έτσι... θα ξανατρέξει καθάριο αίμα ομάδας Ε στις φλέβες μας. Αχ...Αρχίδια - μάντολες!. Θα γελάσει και το παρδαλό ερίφιο. Αν το αφήσουν βεβαίως να ζήσει. Η ζήτηση μεγάλη.

Και εντάξει. Ρευτήκαμε από εθνική περηφάνια... Tα καταφέραμε και πάλι, ε; Τον πιάσαμε το στόχο μας, ε;

Το γεγονός τώρα πως τα άλλα κράτη θεωρούν πως είμαστε του πεταματού... Νταξ... Άσε μωρέ τους βάρβαρους. Το γεγονός πως ο προϊστάμενος θα μας τα πρήξει πάλι αύριο... Νταξ... Λεπτομέρειες. Το έθιμο... Το έθιμο... Ε ρε τρομάρα στα μπατζάκια μας.

Και για να συμβεί τώρα αυτό το «θεάρεστο έργο», τα κυκλώματα της αγοράς, μη χάνοντας ευκαιρία, θα ξεχυθούν πάλι, σαν αιμοδιψείς Τάταροι, ξεκοιλιάζοντας κατσικίδιο για κατσικίδιο για να χεστούν στο ψιλικό οξύ once again.

Σημείωση: Αυτή βέβαια η σφαγή των αμνοεριφίων δεν γίνεται μόνο το Πάσχα. Απλά τότε είναι το κορύφωμά της.

- Φτάνει η γιορτή του Πάσχα. Πάλι οι ορδές των μανιασμένων χασάπηδων θα επιδοθούν σε μεγαλειώδη σφαγή αμνοεριφίων καταντώντας τα αμνοερείπια.

(από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελεύθερο αυτοσχεβιασμό πάνω στη λέξη «προβοκάτσια».

Ως τέτοιος, ανήκει θα λέγαμε στην πολιτική πτέρυγα των «προσδιδόντων γελοιότητα στο λόγο» (κανά δυο ακόμα στο λήμμα τουλάστιχον, επίσης τα αφεδύο, σωστόστ)...

Ή μάλλον, για να είμαστε πιο σωστοί και για να είναι πιο ακριβής η αναλογία, θα λέγαμε ότι ανήκει στην στρατιωτική πτέρυγα, αν θεωρήσουμε ότι... άστο, αρχίδει και κουράδει.

Eτυμολογίες και ψευδοtrivia:

Προβοκάτσια [ρωσ. provokatsija (με βάση το λατ. provocatio=πρόκληση)].

Προβατοκάτσικα: σημαίνει αμνοερίφια και με την ευκαιρία, μια διασκευή που πάντα μου άρεσε είναι η εξής (δεν είναι δική μου):

Αγάπη μου επικίνδυνη
φοβάμαι και τη σκιά σου
ερίφιο με κατάντησες
με τον άπιστο τον έρωτά σου

- Η 11η Σεπτεμβρίου είναι προβοκάτσια των Αμερικανών...
- Προβατοκάτσικα....
- Δε βαρέθηκες να τη λες αυτή τη μαλακία..;
- Όχι... Και η ανθρωπότητα είναι μια προβοκάτσια των δεινοσαύρων για να στραφεί ο υπόλοιπος πλανήτης εναντίον των θηλαστικών....
- ...
- Νομίζω;
- Είσαι απλά μαλάκας.

Μια απλούστερη παραλλαγή του λήμματος στο 0:33. (από patsis, 08/11/09)(από jesus, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified