SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - λογοπαίγνιο
  • εμφάνιση
  • νεολογισμός
  • πρόστυχο

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • σεξουαλικό
  • χαρακτηρισμός προσώπου
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

γαμογελώ

Χαμογελώ κατόπιν σεξουαλικής ικανοποίησης, (μεταφορικά) νίκης.

(Σε παιχνίδι)
Γιατί μου γαμογελάς; Θα σε είχα αν δεν είχες κάνει πουστιά!

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος

Got a better definition? Add it!

  • εμφάνιση
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - λογοπαίγνιο
  • νεολογισμός
  • πρόστυχο
  • σεξουαλικό
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2009-05-17 14:17:14+00:00
Last modified 2011-09-14 09:42:47+00:00

RothTFP

RothTFP

  • 12
  • 1
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.