Η γέννεση κόπρου, μετά γονιμοποίησης κουράδας. Το αντίθετο της αμφιγονίας. Αποτέλεσμα αναπαραγωγής δύο ομοίων γαμέτων.
-Πως περάσατε με την κοπέλα; -Τελικά δεν ήταν ακριβώς κοπέλα. Κοπρογονία κάναμε.
Η γέννεση κόπρου, μετά γονιμοποίησης κουράδας. Το αντίθετο της αμφιγονίας. Αποτέλεσμα αναπαραγωγής δύο ομοίων γαμέτων.
-Πως περάσατε με την κοπέλα; -Τελικά δεν ήταν ακριβώς κοπέλα. Κοπρογονία κάναμε.
Got a better definition? Add it!
Η διεμφυλική κρεατόβεργα. Το πέος μιας διεμφυλικής/τρανσέξουαλ/τρανς γυναίκας.
Εκ μέρους του Dennis Lunarian, που το δημιούργησε στην ομάς "ΧΥΣΕ!", ύστερα από την αντίληψη του δυσοίωνου μέλλοντος της σεξουαλικότητας μας.
Ωραίες οι γυναίκες στην Ταϊλάνδη, αλλά εύκολα πέφτεις σε διεμφυλόβεργα.
Got a better definition? Add it!
Παιχνίδι του πέους, ανδρικός αυνανισμός, μαλακία.
Ελπίζω να βοήθησα εις το ιερόν σου φαλλοπαίγνιον με τα πορνο-λινκς που σου έδωκα, αγιότατε.
Got a better definition? Add it!
Αγαθός, άκακος, ιδιαίτερα συναισθηματικός και ευαίσθητος.
Είσαι τόσο αρκουδάκος με όλους, γι' αυτό σε εκμεταλλεύονται.
Got a better definition? Add it!
Αφιερώνομαι σε μονογαμία.
Έχω ρομαντική / συναισθηματική σεξουαλική επαφή.
Μην μουνογαμιέσαι πολύ γιατί θα βαρεθεί το γκομενάκι.
Got a better definition? Add it!
Επίσκεψη με σκοπό το συμφέρον.
Τι εντελώς απρόσκλητη πλασιεπίσκεψη είναι αυτή; Πάλι φράγκα θες;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.
Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.
βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς
Got a better definition? Add it!
Χαμογελώ κατόπιν σεξουαλικής ικανοποίησης, (μεταφορικά) νίκης.
(Σε παιχνίδι)
Γιατί μου γαμογελάς; Θα σε είχα αν δεν είχες κάνει πουστιά!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό ή ρήμα (κλίνεται όπως το fear).
Τρομάζω. / Ο τρόμος που καταβάλλει κάποιον όταν πρόκειται να εκτεθούν σε τρίτους φωτογραφίες αποδοκιμαστικού περιεχομένου.
Π.χ. φωτογραφίες:
Μην νοιώθεις φωτογραfeared, δεν θα δείξω πουθενά τις φωτό σου.
Got a better definition? Add it!
Αλβανός + τζούρα.
Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.
-Σας μυρίζει κάτι;
-Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.
Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.
Got a better definition? Add it!