Καραλεσβία του κερατά, που κάνει και τους πιο ματσό άντρες να δείχνουν φλώροι.

- Που λες φίλε, είχαμε βγει για καφέ με τον Τάσο και την κοπέλα του την Όλγα πριν κάτι μέρες και κάποια στιγμή πέρασε μια γνωστή της και μας χαιρέτησε...
- Α ναι, για πες; Καλό κομμάτι;
- Άσε, σκέτος λεσβιάθαν ήταν.

Καλώ και εγώ το Πάσχα μα δείχνει κατειλημμένο  (από GATZMAN, 23/04/11)

για τον ξένο μεταφραστή: λογοπαίγνιο με το λεσβία και το όνομα Λεβιάθαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified