Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».

Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.

Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.

Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.

Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.

- Πώς πάει;
- Μια χαρά!
- Κανα μουνάκι;
- Ε, πάντα. Ντουμ σπίρω, σπέρο!
- Ψςςςςςς! Κουλτουριάρη γαμιά μου εσύ!

Ο θυρεός του St Andrews, στη Σκωτία. (από poniroskylo, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified