Καλιαρντή λέξη, δηλώνει το τεκνό που είναι της απολύτου εμπιστοσύνης αυτού που το έχει για τεκνό. Προφανώς από τον μυθολογικό σκύλο Κέρβερο, που φύλαγε τις πύλες του Άδη.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. Από εκεί και πέρα όμως ...Δεν γνωρίζω αν μπενάβει την τσεκουράτη γλώσσα της αλήθειας του Νότη, τη γλώσσα των ψεμμάτων των αλητών-κλεφτών-πολιτικών, τη λογοτιμήτικη των Μελ Μελ & Μελ ή την απροσδιόριστη του πρίκηψ; Δεν ξέρω γιατί μας τίμησε με τη παρουσία του, όσες φορές ήταν εντός ελληνικού πλάνου. 'Ηρθε να προσκυνήσει το δέλτα της Κυριάκου; Να προμηθευτεί με Καλαματιανά σοκολοτάκια ή να βρει κάνα τιβουπί θήλυ να κρεμαστεί; Τον μόνο που μπάνισα ουκ ολίγες φορές ήταν το κερβερότεκνό του, ένα αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι εντός του κοινοβουλίου και προσέθετε την τελευταία πινελιά γραφικότητας . Κοινώς είχε κουλάρει την παρουσία μας σε τέτοιο βαθμό, που είχαμε καταντήσει πλατινένιοι χορηγοί του αχόρταγου. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η αλεπού, εκ του πονηρός και του αγγλικού dog (=σκύλος), δηλαδή ο πονηρός σκύλος σαν να λέμε. Κατ' επέκταση, μπορεί να λάβει και τις μεταφορικές σημασίες που έχει η αλεπού ως χαρακτηρισμός προσώπου, βλ. τα λήμματα αλεπού, αλεπούστης, αλεπουδιάρης κ.τ.ό. Συνώνυμο: τσουρνόκοτα.

ΠΡΟΣ κον Στάθην κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ότι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια, και αλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ, ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως, σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου, να είσαι καλά προετοιμασμένος,γιατί έχει ….. αγκάθια. Με λίγα λόγια ………, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και …πλεγιάρουν–νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα, απ' έξω). Σεμνά και ταπεινά. (Καλιαρντοσχόλιο εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified