Μια λέξη σταθμός στην ιστορία της ελληνικής (για να μην πω παγκόσμιας) σλανγκ. Μια λέξη που τα λέει όλα χωρίς να λέει τίποτα. Μια λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται:

  • για να πούμε ότι μια κατάσταση είναι πολύ μπερδεγουέη
  • για να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό μας για κάποιο γεγονός
  • όταν δεν έχουμε τι να πούμε αλλά θέλουμε να πούμε οπωσδήποτε κάτι

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η λέξη πλάστηκε από τον Γ. Μαρκόπουλο συνθέτη και στιχουργό του ομώνυμου τραγουδιού.

Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν σημαίνει κάτι η λέξη. Σύμφωνα με μια εκδοχή (δες εδώ) ο ίδιος ο στιχουργός έχει αναφέρει ότι πρόκειται για αρχαίες ελληνικές λέξεις

  • Ζάβαρα = Λάβαρα
  • Κάτρα = Μαύρα
  • Νέμια = Ανέμισαν

Συνολικά οι στίχοι σημαίνουν «Λάβαρα μαύρα ανέμισαν (πειρατές) και παρακαλούμε για έλεος»

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (δες εδώ) ο στιχουργός έχει αναφέρει ότι όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι ελληνικές

  • Η λέξη «Αλληλούια» δεν είναι η γνωστή εβραϊκή λέξη, αλλά η ελληνική λέξη «αλληλουχία» (από την οποία αφαιρέθηκε το χ).
  • Η λέξη «Ζαβαρα» προέρχεται από τη λέξη Ζευς
  • Η λέξη «Νάμα» σημαίνει βάπτισμα
  • Η λέξη «Λάμα» σημαίνει λάμα (μαχαιριού)
  • Η λέξη «Νέμια» σημαίνει ηρεμία
  • Η λέξη «Ίλεως» σημαίνει σπλαχνικός

Αντί παραδείγματος παρατίθονται οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού
Στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
(Πρώτη κυκλοφορία στο δίσκο του Γ. Μαρκόπουλου «Επιχείρησις Απόλλων» - 1968)

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ίλεως ίλεως ίλεως
ίλεως ίλεως νέμια
Ίλεως ίλεως ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια
Αλληλούια αλληλούια

(από Doctor, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλαπατσίμπαλο μπορεί να είναι είτε ένα μουσικό όργανο που έχει το κακό του το χάλι και ηχεί άθλια (ξεκούρδιστα, παράφωνα) ή ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο το οποίο, στην ουσία, είναι κατασκευασμένο από ευτελή υλικά (πχ. ρουκουνόφωνο).

- Πω πω ρε παιδάκι μου, ακόμα έχεις αυτό το παλιόπραμα αντί να πάρεις ένα πιανάκι της προκοπής;
- Μα είναι της γιαγιάς μου...
- Και λοιπόν; Αν η γιαγιά σου ζούσε ακόμα κι έπαιζε νομίζεις ότι θα εξακολουθούσε να έχει αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- Καλά, λέγε εσύ... Τι καταλαβαίνεις από πράγματα αξίας...

(από ironick, 04/09/08)(από ironick, 24/10/12)

Βλ. κλαμπατσίμπαλα, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified