1. Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.

  2. Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.

  1. - Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
    - Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
    - Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...

  2. - Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified