Έκφραση που προειδοποιεί για φυγή έκτακτης ανάγκης, αλλαγής θέματος κλπ.

Συνοδεύεται από κίνηση «Αιμίλιος Λιάτσος» με ένα δάχτυλο στο αυτί, βλέμμα στο κενό και αγχωμένο ύφος.

  1. - Ρε Τζίμη, η κοπέλα του Φάνη δεν είναι ίδια με μια που φάσωνες πέρσι;
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι ο γερανός μου σηκώνει αυτή τη στιγμή το αμάξι. Πληρώνουμε και φεύγω.

  2. (σε πιάνει κόψιμο σε καφετέρια)
    - Πάμε να την κάνουμε;
    - Άραξε ρε ψηλέ, κάνω ένα τσιγάρο και φύγαμε!
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι έχουμε ισχυρές κατολισθήσεις στο μποξεράκι μου και εξαφανίζομαι αμέσως.

Σχετικό: κοντρόλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πουλί (τσουτσούνι) + αγγλική κατάληξη iger.

Εμπνευσμένο από το γνωστό βραβείο για δημοσιογράφους ανά την υφήλιο.

Απονέμεται σε κάθε ανεπιθύμητο στη παρέα συνοδευόμενο απαραίτητα από κοσμητικό επίθετο ή ουσιαστικό. Συχνά ο αποχωρών το απονέμει και ο ίδιος στην αφεντιά του.

  1. -Πω ρε φίλε, μας βαρέθηκα σήμερα...
    -Ε πάρε το πούλιντζερ ρε μαλάκα.

  2. -Την κάνω...
    -Που πας φιλαράκι; Άραξε...
    -Δεν τη παλεύω φίλος, παίρνω το πούλιντζερ γιατί δεν θα ξυπνάω το πρωΐ...

Υπάρχει και το Βραβείο Καυλί! (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified