Αλβανός + τζούρα.
Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.
-Σας μυρίζει κάτι;
-Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.
Αλβανός + τζούρα.
Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.
-Σας μυρίζει κάτι;
-Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.
Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.
Got a better definition? Add it!