Το μπαρ ή μαγαζί όπου γίνονται τζιβιτζιλίκια, δηλαδή φασώματα κυρίως (αλλά όχι οπωσδήποτε αποκλειστικά) μεταξύ γυναικών τζιβιτζιλούδων, με άλλα λόγια το λεσβιάδικο, το λεσβιόμπαρο.

Τζιβιτζιλάδικα, μπορντέλα, στριπτιτζάδικα και λοιπά καταγώγια αλλά και πτυχιούχοι που τους κέρδισε το σανίδι πάνω στο οποίο προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν την απόδοση του οργασμού για να την προσφέρουν σε ένα κοινό αποτελούμενο. (Από το Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το φιλικό προς λεσβίες μπαρ, το λεσβιάδικο ή τζιβιτζιλάδικο.

Η ανάγκη να διερευνήσω περαιτέρω τη λεσβιακή ζωή στα μαγαζιά νυχτερινής διασκέδασης, στα μπαρ, στα «γυναικεία μαγαζιά», στα «λεσβιόμπαρα», ή και «λεσβιάδικα», προέκυψε αρχικά από τις επαναλαμβανόμενες αναφορές σε αυτά από τις συνομιλήτριες. Είτε με υποτίμηση και απαξίωση, είτε ως κομμάτι της καθημερινότητας και της νυχτερινής διασκέδασης, είτε και τα δύο μαζί, τα νυχτερινά μαγαζιά στα οποία συχνάζουν λεσβίες είναι παρόντα σε όλες τις αφηγήσεις. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 97).

Got a better definition? Add it!

Published