Ο τρελός, ο αλαφρόμυαλος, ο χαζούλης. Ακουσμένο στην κεντρική Μακεδονία από πόντιο.

Εκ του τουρκικού deli, που σημαίνει τρελός, και το όνομα Σάββας, χωρίς ιδιαίτερο λόγο παρά για ψευτοπροσδιορισμό, σα να λέγαμε τρελοθόδωρος. Απαντάται και ως ντελημπάσχος (ακουσμένο στην κεντροανατολική Μακεδονία).

— Περίμενα ρε παιδιά μια ώρα στο συνεργείο να φανείτε, βαρέθηκα κι έφυγα.
— Τό 'κλεισα το μαγαζί μια βδομάδα για διακοπές. Δεν σε είπα να με πάρεις τηλέφωνο πριν πας;
— Πέτυχα χτες το τσιράκι σου, αυτός μ' έστειλε!
— Και ακούς τον ντελήσαββα; Αφού το παιδί έχει φούιτ, δεν τον έκοψες;

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified