Αυτός που συμμετέχει στην κουλτούρα της ακύρωσης (cancel cuture), δηλαδή στη λογική να ακυρώνονται ή καταδικάζονται ή και λογοκρίνονται έργα που έχουν πολιτικώς μη ορθά στοιχεία, ακόμη κι αν πρόκειται για έργα του παρελθόντος, όπως επίσης να ακυρώνονται και να καταδικάζονται και οι δημιουργοί τους. Επίσης, χρησιμοποιείται ως παρωνύμιο του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη, λόγω, κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση, των διαγραφών στελεχών του κόμματος στις οποίες προβαίνει.

  1. Βγήκαν οι κανσελάκηδες παγανιά και ακυρώνουν τον Καραγάτση τώρα.
  2. Οι κανσελάκηδες έχουν ξεφύγει, επιτέθηκαν στην Τζοκόντα!
  3. Ο Κανσελάκης κλείνει την Αυγή, λογικό αφού οι δικοί του οπαδοί προτιμούν το ΤικΤοκ. (Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published